- χρυσίζον
- χρυσίζωto be goldenpres part act masc voc sgχρυσίζωto be goldenpres part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Галльский язык — Страны: Галлия Вымер: VI век … Википедия
ήλεκτρο — Απολιθωμένη ρητίνη κωνοφόρων (κοινώς κεχριμπάρι) αβέβαιης χημικής σύνθεσης, που συχνά εμπερικλείει λείψανα ζώων και φυτών. Ο τύπος αυτός άμπρας (κηρώδες υγρό που το εκκρίνει η φάλαινα) μπορεί να έχει ποικίλα χρώματα (κίτρινο, κοκκινωπό, καστανό,… … Dictionary of Greek
χρυσίζω — ΝΜΑ [χρυσός (Ι)] (αμτβ.) έχω το χρώμα και τη λάμψη τού χρυσού νεοελλ. δίνω σε κάτι τη λάμψη τού χρυσού μσν. φρ. «τὸ χρυσίζον τοῡ ᾠοῡ» ο κρόκος τού αβγού (Γεωπ.) … Dictionary of Greek